- περατικός
- -ή, -ό / περατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [περώ]1. αυτός που κατοικεί στο απέναντι μέρος ή αυτός που προέρχεται από το απέναντι μέρος, από την απέναντι όχθη ή ακτή2. ξένος, ξενικόςνεοελλ.-μσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περατικά(ενν. μέρη) (στο Βυζάντιο) χώρες, τόποι που βρίσκονται πέρα από μια θάλασσα ή έναν ποταμό, όπως λ.χ. ήταν στην Κωνσταντινούπολη οι χώρες τής Μ. Ασίας που βρίσκονταν πέρα από τον Βόσπορο και την Προποντίδα ή οι χώρες τής Ν. Ρωσίας πέρα από τον Δούναβη και τον Εύξεινο Πόντο.
Dictionary of Greek. 2013.